νταντεύω — νταντεύω, ντάντεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
νταντεύω — [νταντά (ΙΙ)] 1. περιποιούμαι και φροντίζω έναντι μισθού βρέφος ή μικρό παιδί, είμαι νταντά 2. μτφ. περιποιούμαι υπερβολικά κάποιον σαν βρέφος, τόν κανακεύω, τόν υπηρετώ σαν μικρό παιδί … Dictionary of Greek